πριαπίδιον

πριαπίδιον
τὸ, Α
μικρή εικόνα τού Πριάπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πρίαπος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. θραν-ίδιον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”